δυσπιστώ

δυσπιστώ
δυσπιστώ βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσπιστώ — (AM δυσπιστῶ, έω) δυσκολεύομαι να πιστέψω, αμφιβάλλω για κάτι …   Dictionary of Greek

  • δυσπιστώ — δυσπίστησα, είμαι δύσπιστος: Δυσπιστούσε στις εξαγγελίες της κυβέρνησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσπιστῶ — δυσπιστέω mistrust pres subj act 1st sg (attic epic doric) δυσπιστέω mistrust pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπίστῳ — δύσπιστος hard of belief masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσαπιστώ — έω, Α δυσπιστώ επιπροσθέτως, είμαι ακόμη περισσότερο δύσπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπιστῶ «αμφιβάλλω, δυσπιστώ»] …   Dictionary of Greek

  • απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …   Dictionary of Greek

  • διαπιστώ — (I) διαπιστῶ ( έω) (AM) [απιστώ] 1. δυσπιστώ εντελώς 2. μέσ. δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. (II) βλ. διαπιστώνω …   Dictionary of Greek

  • διγνωμώ — διγνωμῶ (Μ) [δίγνωμος] 1. αλλάζω διάθεση, διαφωνώ 2. αμφιβάλλω, δεν μπορώ να πιστέψω κάτι («ζῆ Λίβιστρος;... πολλὰ πολλὰ τὸ διγνωμῶ καὶ δυσπιστῶ τοσοῡτο», Λίβιστρος και Ροδάμνη) …   Dictionary of Greek

  • κακοβάζω — και κακοβάνω 1. τοποθετώ κάτι σε κακή θέση, αταίριαστα («κακοβαλμένο ρούχο») 2. βάζω κακό με τον νου μου, δυσπιστώ, υποπτεύομαι κάτι κακό («πάντα κακοβάζω, όταν αργείς να γυρίσεις σπίτι») …   Dictionary of Greek

  • απιστώ — απίστησα 1. δυσπιστώ: Απιστούσε σ ό,τι του έλεγα. 2. δεν πιστεύω στο χριστιανισμό: Απιστούσε σε πολλές χριστιανικές διδασκαλίες. 3. δεν κρατώ τις υποσχέσεις μου, είμαι ανειλικρινής: Απίστησε στις συμφωνίες που είχε κάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”